- Μελανωπη
- ΜελανώπηΜελᾰνώπηἥ Меланопа (мать Гомера) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
μελανάδα — η [μελανός] 1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα 2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά 3. το μελανό χρώμα τού δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια … Dictionary of Greek
μελανοδερμία — η ιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση τού δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική … Dictionary of Greek
μελανοειδής — ές (ΑM μελανοειδής, ές) αυτός που έχει μελανωπή ή μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρος, μαυρειδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ειδής*] … Dictionary of Greek
δαφνοκέρασος — Αειθαλές καλλωπιστικό δενδρύλλιο της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κέρασος ή προύνος ο δ. Είναι φυτό αυτοφυές στα ορεινά δάση της ανατολικής Θράκης, με λογχοειδή, δερματώδη και γυαλιστερά φύλλα, και… … Dictionary of Greek
ξυλοπία — (xylopia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ανονιδών, με περίπου 60 είδη που ζουν στις τροπικές ζώνες του κόσμου. Οι ξ. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλείς, με φύλλα ακέραια και επαλλάσσοντα. Τα άνθη του μασχαλιαία, μονήρη ή κατά δέσμες με… … Dictionary of Greek